- μάνδρευμα
- μάνδρευμα, ατος, τό,A = μάνδρα 1, D.H.1.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάνδρευμα — μάνδρευμα, τὸ (AM) [μανδρεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μανδρεύω 2. τόπος μαντρωμένος, μάντρα μσν. μτφ. μοναστήρι, μονή … Dictionary of Greek
μανδρευμάτων — μάνδρευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδρεύματα — μάνδρευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)